Ευαγόρας Παλληκαρίδης
Εψές πουρνό, μεσάνυχτα, στης φυλακής την μάντρα,
μες στης κρεμάλας την θηλιά σπαρτάραγε ο Βαγόρας.
Σπαρτάρισε, ξεψύχησε, δεν τάκουσε κανένας.
Η μάνα του ήταν μακριά, ο κύρης του δεμένος,
οι νιοι συμμαθητάδες του μαυρ΄ όνειρο δεν είδαν
κι η νια που τον ορμήνευε δεν άκουσε νυχτοπούλι.
Εχθές πουρνό, μεσάνυχτα, θάψαν τον Ευαγόρα.
Σήμερα Σάββατο ταχιά όλη η ζωή σαν πρώτα.
Σήμερα Σάββατο ταχιά όλη η ζωή σαν πρώτα.
Ετούτος πάει στο μαγαζίν, εκείνος πάει στον κάμπο,
ψηλώνει ο χτίστης εκκλησιά,
πανί απλώνει ο ναύτης
και στο σκολειόν ο μαθητής συλλογισμένος πάει.
Χτυπά κουδούνι, μπαίνουνε στην τάξη του ο καθένας.
Μπαίνουν η πρώτη η άτακτη κι η τρίτη που διαβάζει
μπαίνει κι η πέμπτη αμίλητη, η τάξη του Ευαγόρα.
-Παρόντες όλοι;
-Παρόντες όλοι;
- Κύριε, ο Ευαγόρας λείπει.
-Παρόντες!! λέει ο δάσκαλος και με φωνή που τρέμει:
Σήκω, Ευαγόρα, να μας πεις ελληνική ιστορία.
Ο δίπλα, ο πίσω κι ο μπροστά, βουβοί και δακρυσμένοι,
αναρωτιούνται στην αρχή, ώσπου η σιωπή τους κάμνει
να πέσουν με αναφυλλητό ετούτοι κι όλη η τάξη.
- Παλληκαρίδη, άριστα! Ευαγόρα πάντα πρώτος!
Στους πρώτους πρώτος, άγγελε πατρίδας δοξασμένης,
συ μέχρι χθες της μάνας σου ελπίδα κι αποκούμπι
και του σκολειού μας σήμερα Δευτέρα Παρουσία.
Τόπε κι απλώθηκε σιωπή πα στα κλαμένα νιάτα,
που μπρούμυτα σκεπάζανε της τάξης τα θρανία
έξω από ΄κείνο το αδειανό, παντοτινά γεμάτο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου